- πολύπνοος
- πολύπνοοςblowing hardmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύπνους — ουν και πολύπνοος, ον, Α 1. αυτός που πνέει, που φυσάει με σφοδρότητα 2. πολύ ευώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πνους / πνοος (< πνοή), πρβλ. ολιγό πνους / ολιγό πνοος] … Dictionary of Greek